- διαλεκτής
- ο1) сортировщик; 2) конферансье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαλέκτης — ο 1. αυτός που κάνει τη διαλογή 2. αυτός που κάνει διαλέξεις, αυτός που μιλάει σε δημόσιους χώρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλέγω με τη σημ. 1 και < διαλέγομαι με τη σημ. 2. Η λ. με τη σημ. 2 μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek